- σπόριμος
- σπόριμος, besäet, zu besäen; αἰδὼς σπορίμη, Zeugungsglied; μὴν σπ., der Saatmonat
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σπόριμος — sown masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόριμος — η, ο / σπόριμος, ον, ΝΜΑ, και σπόριμος, ίμη, ον, θηλ. ποιητ. και ίμα, Α [σπόρος] 1. (για αγρό) κατάλληλος για σπορά, για καλλιέργεια σιτηρών (α. «σπόριμο χωράφι» β. «γῆ σπόριμος», Ξεν. γ. «σπορίμοιο δι αὔλακος», Θεόκρ.) 2. (για σπόρο ή φυτό)… … Dictionary of Greek
σπόριμον — σπόριμος sown masc/fem acc sg σπόριμος sown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορίμοιο — σπόριμος sown masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορίμοις — σπόριμος sown masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορίμοισιν — σπόριμος sown masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορίμου — σπόριμος sown masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορίμους — σπόριμος sown masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορίμων — σπόριμος sown masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορίμῳ — σπόριμος sown masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόριμα — σπόριμος sown neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)